ακροβολισμός

ακροβολισμός
Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες μάχης του πεζικού σε ώρα μάχης (ακροβολιστικός σχηματισμός).
* * *
ο (Α ἀκροβολισμός) [ἀκροβολίζομαι]
νεοελλ.
1. (Στρατ.) ανάπτυξη στρατεύματος σε αραιή τάξη, σε μια γραμμή
2. (κυρίως στον πληθ.) ανταλλαγή δοκιμαστικών, αραιών πυροβολισμών μεταξύ αντιπάλων παρατάξεων πριν από την κύρια μάχη, βολιδοσκόπηση, αιφνιδιασμός
3. δυσμενείς, εχθρικοί υπαινιγμοί εναντίον κάποιου
αρχ.
η βολή από μακριά βελών, ακοντίων κ.λπ. από ελαφρά οπλισμένα στρατιωτικά σώματα και, γενικά, αψιμαχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακροβολισμός — ο 1. αψιμαχία: Άρχισαν οι πρώτοι ακροβολισμοί με τον αντίπαλο. 2. η παράταξη στρατιωτικού τμήματος αραιά: Ο ακροβολισμός μας έγινε ταχύτατα. 3. δοκιμαστικές απόπειρες: Εδώ και μερικές μέρες μού κάνει συνεχείς ακροβολισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκροβολισμός — ἀκροβόλισις skirmishing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… …   Dictionary of Greek

  • ακροβολία — (I) και ακροβολιά, η σκόπιμη βοσκή που γίνεται στα άκρα τών σπαρμένων κυρίως αγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βολή]. (II) ἀκροβολία, η (Α) [ἀκρόβολος] αψιμαχία, ακροβολισμός …   Dictionary of Greek

  • ακροβόλισις — ἀκροβόλισις ( εως), η (Α) [ἀκροβολίζομαι] ο ακροβολισμός …   Dictionary of Greek

  • σκαρμούτσο — το, Ν στήλη μετάλλινων κερμάτων σε χάρτινο περίβλημα, φυσέκι, καρτούτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scaramuccia «αψιμαχία, ακροβολισμός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”